βροῦλος

βροῦλος
βροῦλος
Grammatical information: m.
Meaning: πόα ἔνυδρος H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The text has πονηρος; s. Latte-Rohlfs, Et. Wb. der unteritalienischen Gräzität 388.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Βρούλος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τα Ψαρά. 1. Ανδρέας. Πυρπολητής. Προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στον Αγώνα και σκοτώθηκε πολεμώντας στην καταστροφή των Ψαρών (1824). 2. Ιωάννης. Συγγενής του προηγούμενου. Πολέμησε στην ηρωική αντίσταση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”